σβίγκος

σβίγκος
ο, Ν
είδος γλυκίσματος, βώλοι ζύμης από αλεύρι και αβγά, τηγανισμένοι σε βούτυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. γερμ. swinge].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σβίγκος — ο (λ. γερμ.), είδος γλυκίσματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”